πυρπολήσεις

πυρπολήσεις
πυρπόλησις
wasting with fire
fem nom/voc pl (attic epic)
πυρπόλησις
wasting with fire
fem nom/acc pl (attic)
πυρπολέω
light and keep up a fire
aor subj act 2nd sg (epic)
πυρπολέω
light and keep up a fire
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… …   Dictionary of Greek

  • λαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 998 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 30 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Αποτελεί έδρα του δήμου Φολόης. Ιστορία. Ο οικισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Ελληνική Επανάσταση. Στις 29 Μαΐου 1821 …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καβέζος, Φώτιος — Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε κυρίως στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές πυρπολήσεις τουρκικών πλοίων, κατά τις οποίες αποχωρούσε τελευταίος, προκειμένου να εποπτεύει την καλή επικόλληση των πυρπολικών. Τραυματίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 879 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαργαριτίου. To M. είναι χτισμένο σε λόφο στα δεξιά του αυτοκινητόδρομου Πάργας Ηγουμενίτσας και σε απόσταση 28 χλμ. ΝΑ της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”